- ὀπεύει
- ὀπεύει· περισκοπεῖ, βλέπει, Hsch. (but cf. ὀπιπεύει Id.). [full] ὀπέων,A v. ὀπάων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπεύει — ὀπεύει (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περισκοπεῑ, βλέπει». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη ρίζα οπ (βλ. όπωπα) πρβλ. και οπιπεύω*] … Dictionary of Greek